- πεδαυγάζω
- πεδαυγάζω, [dialect] Aeol. for μεταυγάζω, Pi.N.10.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδαυγάζω — Α (αιολ. τ.) βλ. μεταυγάζω … Dictionary of Greek
μεταυγάζω — και δωρ. τ. πεδαυγάζω (Α) 1. λάμπω, ακτινοβολώ 2. βλέπω από μακριά, αγναντεύω 3. βλέπω με προσοχή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐγάζω «λάμπω, φωτίζω» (< αὐγή)] … Dictionary of Greek
πεδαυγάζων — μεταυγάζω look keenly after pres part act masc nom sg (doric aeolic) πεδαυγάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)